ερυσίπελας

ερυσίπελας
Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και εύκολα εξελίσσεται (αν δεν θεραπευτεί) σε σηψαιμία. Πριν από την ανακάλυψη των αντιβιοτικών, το ε. ήταν νόσος συχνή και επικίνδυνη για τα εξασθενημένα άτομα (καχεκτικοί, εγχειρισμένοι κ.ά.) και τους διαβητικούς· η μεταδοτικότητα του ε. είναι μικρή· ευπαθέστερα είναι τα άτομα που έχουν δερματικές βλάβες. Εκδηλώνεται χαρακτηριστικά με μια φουσκωμένη θερμή ερυθηματώδη πλάκα του δέρματος (η οποία διαχωρίζεται σαφώς από το γύρω υγιές δέρμα)· επίσης με πυρετό, λευκοκυττάρωση και ενδεχομένως με επιβάρυνση της γενικής κατάστασης. Οι περιοχές που συχνότερα προσβάλλονται είναι το πρόσωπο και τα άκρα. Η θεραπεία γίνεται αποτελεσματικά με πενικιλίνη.
* * *
το (AM ἐρυσίπελας) λοιμώδης νόσος που χαρακτηρίζεται από οξεία στρεπτοκοκκική δερμοεπιδερμίτιδα, κν. ανεμοπύρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι- < ερύω (II) + θ. πελ- (βλ. λ. πέλμα). Σύνθ. τού τύπου τερψί-μβροτος, βροντησι-κέραυνος (πρβλ. ερυσίβη)).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ερυσίπελας — το, ατος δερματική φλεγμονή που οφείλεται σε στρεπτόκοκκο, αλλ. ανεμοπύρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Erysipele — Érysipèle L érysipèle ou érésipèle (nom masculin) du grec ἐρυσίπελας (peau rouge), est une dermo hypodermite aiguë non nécrosante (infection du derme et de l hypoderme) survenant autour d une affection cutanée mal ou non soignée (plaie, impétigo …   Wikipédia en Français

  • Érysipèle — Classification et ressources externes Érysipèle de la face dû à une infection invasive à streptocoque. CIM 10 …   Wikipédia en Français

  • Érésipèle — Érysipèle L érysipèle ou érésipèle (nom masculin) du grec ἐρυσίπελας (peau rouge), est une dermo hypodermite aiguë non nécrosante (infection du derme et de l hypoderme) survenant autour d une affection cutanée mal ou non soignée (plaie, impétigo …   Wikipédia en Français

  • ερυσιπελατώδης — ες (AM ἐρυσιπελατώδης, ες) [ερυσίπελας] αυτός που μοιάζει με ερυσίπελας («ἐρυσιπελατώδεις φλεγμοναί», Διόσκ.). επίρρ... ἐρυσιπελατωδῶς (Α) με τρόπο ερυσιπελατώδη («ἐρυσιπελατωδῶς ἔχειν», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • Erysipelas — Infobox Disease Name = Erysipelas Caption = Erysipelas DiseasesDB = 4428 ICD10 = ICD10|A|46|0|a|30 ICD9 = ICD9|035 ICDO = OMIM = MedlinePlus = 000618 eMedicineSubj = derm eMedicineTopic = 129 MeshID = D004886Erysipelas (Greek ερυσίπελας red skin… …   Wikipedia

  • Эризипелоид — Колонии культуры Erysipelothrix rhusiopathiae на кровяном агаре МКБ 10 A …   Википедия

  • Erisipela — (Del lat. erysipelas < gr. ereutho, enrojecer + pelas, cerca.) ► sustantivo femenino MEDICINA Enfermedad contagiosa, caracterizada por la inflamación y enrojecimiento de la piel, principalmente en cara, cuello, brazos y manos, con… …   Enciclopedia Universal

  • άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • άπελος — ἄπελος, το (Μ) πληγή που δεν έχει επουλωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. πελάζω «πλησιάζω». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από α στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το δέρμα (πρβλ. ερυσίπελας «φλεγμονή του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”